αγιογδύτης

αγιογδύτης
ο (θηλ. -ισσα)
1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος
2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γδύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγιογδύτης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που γδύνει, κλέβει τους αγίους, ιερόσυλος. 2. αισχροκερδής, τοκογλύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμογδάρτης — ο 1. αρπακτικό πουλί 2. ο εκμεταλλευτής, ο αγιογδύτης …   Dictionary of Greek

  • ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”